φθισίφρων

φθισίφρων
φθῑσίφρων, ονος, , ,
A destroying the mind, Opp.C.2.423 ([etym.] φθεις-).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φθισίφρων — ονος, ὁ, ἡ, Α αυτός που φθείρει τον νου, που καταστρέφει τη σκέψη. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* (< φθίνω + φρων [< φρήν, φρενός]), πρβλ. κλεψί φρων. Ο τ. αντί τού αναμενόμενου *φθει σίφρων, σχηματισμένου από την απαθή βαθμίδα τού… …   Dictionary of Greek

  • φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”